Έμαθες πια ότι είσαι ο κλόουν της ζωής.

Παρατηρώ τις κινήσεις σου.
Κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρό σου τις εικόνες που αλλάζουν συνεχώς. Κι όμως είναι ο ίδιος τόπος. Οι ίδιοι άνθρωποι που κατακλύζουν τους δρόμους. Τα ίδια παλάτια.
Σηκώνεις τα χέρια, όχι για να παραδοθείς στην δίνη των γεγονότων, αλλά για να αγγίξεις τις πόρτες, τα τζάμια, τους τοίχους, το ταβάνι κι αυτά όλο απομακρύνονται, χάνονται από μπροστά σου και βρίσκεσαι απροστάτευτος ανάμεσα στο άγριο πλήθος που σε κυνηγά και θέλει να σε κατασπαράξει.
Κι εσύ; Τι κάνεις;
Σκυθρωπός ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια που σε οδηγούν στο χώρο της σιωπής. Οι λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη σου θολώνουν την ψυχή σου. Βρίσκεσαι ανάμεσα στα χέρια εκείνων που σε οδηγούν στα αόρατα μονοπάτια της ζωής κι εσύ πρέπει να βρεις τον τρόπο να αγγίξεις τους τοίχους που βρίσκονται μπροστά σου κι ας μη φαίνονται πια.
Πρέπει να τους διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι. Σε πνίγουν, οι άνθρωποι σε ποδοπατούν, ουρλιάζεις, κρυώνεις. Τα δάκτυλά σου προσπαθούν να βρουν τις σκιές, να τις αγγίξουν. Θέλεις να πιστέψεις. Πρέπει να πιστέψεις πως υπάρχεις.
Είσαι κι εσύ ένα κομμάτι ζωντανό, αληθινό. Αναπνέεις, έχεις αίμα που κυλά στις φλέβες σου κι ας βρίσκεσαι ανάμεσα στις αόρατες αποχρώσεις του πουθενά. Οι μέρες σου ακολουθούν το τόξο του ουρανού. Πολύτιμα πετράδια κατακλύζουν τις νύχτες στα όνειρά σου, κι εσύ μένεις παγωμένος, ανέκφραστος.
Η ανάσα σου γίνεται αργή, τα δάκρυα στεγνώνουν, τα βλέφαρά σου κλείνουν για να δουν τα χρώματα του πέρα απ’ τη Γη. Ανοίγεις τα χέρια σου, θέλεις να χωρέσεις στην αγκαλιά σου τον κόσμο σου, αυτόν τον κόσμο που σε χειροκροτεί.
Προσπαθείς να τον διακρίνεις πίσω από τις κόκκινες κουρτίνες, να ακούσεις της χαράς τις φωνές, αλλά δεν βλέπεις κανέναν, δεν ακούς τίποτε. Δεν ξέρεις αν ζεις, αν είσαι κι εσύ κάτι ανάμεσα σε εκείνους που λίγο πριν αντίκριζες και γέλαγες μαζί τους. Δεν ξέρεις πια αν υπάρχει σκηνή.
Αν η αυλαία σηκώθηκε ή έπεσε για πάντα ή αν δεν υπήρξε ποτέ. Γελάς. Γελάς και θρηνείς μαζί για την ευτυχία που έψαχνες να βρεις. Γελάς. Γελάς και θρηνείς μαζί γιατί έμαθες πια, είσαι ο κλόουν της ζωής.
Καληνύχτα σας.

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Αρωμα σε μαλανοδοχείο»

Σχόλια