Η πιο όμορφη γυναίκα - Παραμύθι

   
Κάποτε στα πολύ παλιά και σκονισμένα χρόνια, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν καλά καλά βασίλεια ανθρώπων και τα ζώα και τα πουλιά μιλούσαν ανθρώπινα, σε κάποιο μέρος της Γης ζούσε ο γιός ενός χωρικού, του Ερνέστο και τον έλεγαν  Εντουάρντο. 
Ο Εντουάρντο μια μέρα αποφάσισε να βρει την πιο όμορφη γυναίκα που είχε ποτέ γεννηθεί στη Γη και να την κάνει σύντροφό του.  

     Πήρε την ευχή του πατέρα του, λίγο τυρί και λίγο ψωμί και ξεκίνησε για άγνωστα μέρη με οδηγό του τον ήλιο.
     Περπατούσε λοιπόν με μέτωπο προς τον ήλιο και κάθε δύο βήματα, έκανε και ένα τρίτο.
 Έτσι τα βήματά του μετρούσαν τρία, έξι, εννιά και χάνονταν ο λογαριασμός.


     Ο Εντουάρντο έφτασε σε μια λίμνη και βρήκε στις όχθες της σκυμμένη μια πανέμορφη κοπέλα με μάτια σαν του ουρανού το γαλανό χρώμα και μαλλιά σαν του φεγγαριού ξανθά, όταν αυτό έχει πανσέληνο, να κλαίει γοερά.
     Την πλησίασε με δέος και τη ρώτησε πως τη λένε και γιατί κλαίει. Η κοπέλα του είπε πως την λένε Ντελμίρα, πως είναι κόρη του βασιλιά των κροκόδειλων και πως μια κακιά μάγισσα τη μεταμόρφωσε σε άνθρωπο για να την εκδικηθεί, επειδή ήταν πολύ καλή.
     Για να σπάσει το ξόρκι, έπρεπε να βρεθεί ένα παλικάρι να περάσει πάνω από τους τρεις ανέμους, χωρίς να τον φυσήξουν, να μπει στη σπηλιά του βασιλιά πύθωνα και να του πάρει ένα αυγό, την ώρα που ο πύθωνας θα τον κοιτάζει από απόσταση δυο μέτρων και να το πάει στον πατέρα της, στα βάθη του ποταμού που βρίσκεται το βασίλειο των κροκοδείλων, μαζί με μια τούφα από τα μαλλιά της.

     Ο νέος που δεν πίστευε πως θα έβρισκε μια τόσο όμορφη κοπέλα στο δρόμο του, δέχτηκε να πάρει μια τούφα από τα μαλλιά της και υποσχέθηκε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να λυθούν τα μάγια που την έδεναν.
     Ξεκίνησε μια και δυο για τη χώρα των ανέμων. Στο δρόμο, συνάντησε μια νυχτερίδα πιασμένη σε ατσάλινα δίχτυα μιας γιγάντιας αράχνης που πλησίαζε να την φάει. 
     «Σώσε με» του φώναξε η νυχτερίδα «και θα κάνω ότι θέλεις για σένα». Πράγματι, ο Εντουάρντο έκανε δυο κομμάτια τα ατσάλινα δίχτυα με τη δύναμη της αγάπης για την κοπέλα που τον είχε κυριεύσει και έσωσε τη νυχτερίδα από βέβαιο θάνατο.
     «Για το καλό που μου κανες» του είπε η νυχτερίδα «σου χαρίζω το μοναδικό φυλαχτό μου, που σου δίνει τη δύναμη να πετάς πάνω από τους ανέμους, χωρίς καν αυτοί να σε φυσάνε».
     Πήρε το φυλαχτό εκείνος και συνέχισε το δρόμο του. Ενώ είχε φτάσει στο μεγαλύτερο βουνό της Γης, πίσω από το οποίο φυσούσαν οι τρεις άνεμοι, είδε στην άκρη του δρόμου ένα γέρο ζητιάνο.
     «Δώσε μου κάτι να φάω» του είπε ο ζητιάνος. Ο Εντουάρντο πλησίασε και του έδωσε το τυρί και το ψωμί που είχε μαζί του, γιατί με τη δύναμη της αγάπης που τον είχε κυριεύσει, αν και ήταν νηστικός για μέρες, δεν πεινούσε. Τότε ο γέρος ζητιάνος μεταμορφώθηκε σε ένα λαμπρό αστέρι και καθώς άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, του είπε με βροντερή φωνή, που έκανε το βουνό να τρέμει:
     «Για το καλό που μου κανες, σου δίνω φως από το φως μου, για να τυφλωθεί όποιος σε κοιτάξει πρώτος, στα δύο μέτρα απόσταση».
     Συνέχισε το δρόμο του ο Εντουάρντο και έφτασε στην κορυφή του βουνού. Πριν προλάβει να καταλάβει τους τρεις ανέμους που φυσούσαν πέρα από το βουνό, το φυλαχτό τον σήκωσε ψηλά, τον πέρασε από πάνω τους και τον πήγε στο απέναντι βουνό.
     Εκεί ήταν η σπηλιά του βασιλιά πύθωνα. Μπήκε αποφασιστικά μέσα, είδε που είχε τα αυγά του και την ώρα που τα πλησίαζε, τον είδε ο πύθωνας από το βάθος της σπηλιάς και έτρεξε να τον φάει. Μόλις τον πλησίασε όμως στα δυο μέτρα, άστραψε ένα φως και ο πύθωνας τυφλώθηκε.
     Πήρε ο Εντουάρντο τότε ένα αυγό και βγήκε από τη σπηλιά. Συνέχισε το δρόμο του και έφτασε στο ποτάμι που ήταν το βασίλειο των κροκοδείλων. Έπεσε αμέσως μέσα στο νερό και κολύμπησε προς το παλάτι του βασιλιά κροκόδειλου, στον πυθμένα του ποταμού.
     Πριν προλάβουν να τον φάνε οι κροκόδειλοι, έβγαλε από την τσέπη του την τούφα από τα μαλλιά της κόρης του βασιλιά και το αυγό του πύθωνα και τα έδωσε στον πατέρα της. Στη συνέχεια του διηγήθηκε την ιστορία με τα μάγια.
     Ο Βασιλιάς των κροκοδείλων βρυχήθηκε, όπως μόνο οι κροκόδειλοι ξέρουν να κάνουν μέσα στο νερό και ξαφνικά εμφανίστηκε η κόρη του μπροστά του με τα μάγια λυμένα.
     «Για το καλό που μου κανες» είπε ο βασιλιάς κροκόδειλος, σου δίνω «ένα τσουκάλι γεμάτο χρυσά νομίσματα από αυτά που έχω βρει στα βάθη του ποταμού».
     Ο Εντουάρντο τον ευχαρίστησε ευγενικά, αλλά δεν δέχτηκε το δώρο. Ζήτησε να κάνει γυναίκα του την κόρη του βασιλιά, αφού τη μεταμορφώσει πάλι σε πανέμορφη κοπέλα όπως ήταν και πριν όταν τη βρήκε μαγεμένη.
     Είδε ο Βασιλιάς πως στα μάτια τόσο του νέου που ήταν μπροστά του όσο και της κόρης του, ότι φώλιαζε η αγάπη, αλλά δεν ήθελε να την ξαναχάσει.
     Έτσι, αφού πρώτα τους χάρισε τα χρυσά νομίσματα, έδωσε εντολή στα στοιχειά της φύσης και έξη μήνες το χρόνο η Ντελμίρα θα ήταν η πανέμορφη κοπέλα που γνώρισε ο Εντουάρντο και θα τον ακολουθούσε όπου αυτός ήθελε και έξη μήνες εκείνη θα είχει την κανονική της μορφή και ο Εντουάρντο θα ήταν μεταμορφωμένος σε κροκόδειλο και θα ζούσε μαζί με την αγαπημένη του στο ποτάμι.
     Και έτσι έγινε..

πηγή http://paramythimythiko.pblogs.gr/

Σχόλια