Ἡ μπαλάντα του κυρ-Μέντιου- Κώστας Βάρναλης

Ἡ μπαλάντα του κυρ-Μέντιου-  Κώστας Βάρναλης
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.


Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!
-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.
Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».









'Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου''
Απαγγέλλει ο Κώστας Βάρναλης
Μετά την απαγγελία, ο Νίκος Ξυλούρης το τραγουδάει,
στη γνωστή, σε όλους μας, σύνθεση του Λουκά Θάνου

Το ποίημα είναι αλληγορικό. Παίρνοντας ο ποιητής τον κυρ Μέντιο, το υπομονετικό και συμπαθητικό τετράποδο, στοχεύει τον άνθρωπο που δουλεύει χρόνια ακατάπαυστα, και με κάμα και βροχή, για να δικαιωθεί, ενώ γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αντιμετωπίζοντας την σκληρότητα των εργοδοτών, και όταν "παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ' εγώ, του θεού τ' αβασταγό.... Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ".
Η υποδούλωση, η απελπισία και η μοίρα του αδρανοποιημένου ανθρώπου είναι εμφανής και ο ποιητής, μέσω του γαϊδουράκου, τα φορτώνει στον υποδουλωμένο άνθρωπο και μόνο προς το τέλος προτείνοντας "Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί" και εκφράζει κάποια αισιοδοξία, σαν ευχή, πως ''Aν ξυπνήσεις, μονομιάς, θά 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς''.
Στην εποχή που έγραψε το ποίημα, έβλεπε τις αλλαγές που γίνονταν στις σοσιαλιστικές χώρες και παρότρυνε τους υποταγμένους ανθρώπους ''Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ' έχ' η πλάση κοκκινίσει''.

Το ποίημα, αποσπασματικά, μελοποιήθηκε, το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980, ερμηνευμένο από τον Νίκο Ξυλούρη, για να γίνει σύμβολο αγώνα και διεκδικήσεων.

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Το επίθετό του δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο, συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία, όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1908 πήρε το πτυχίο φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση . ∆ιετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Το ποίημα και την ηχογραφημένη απαγγελία, τα πήρα από το "Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού"

Σχόλια